< Δικταῖος
δικταμνίτης >
δικτάμ[νινος
,
-η, -ον
• Grafía:
graf. δηκτ-
de díctamo
ἔλαιον
Alch.Fr.Pap
.3.58 (dud., quizá l. δικταμ[νικός).